αλαζονεία

αλαζονεία
212 ἀλαζονεία
{сущ., 2}
хвастливость, заносчивость, кичливость, надменность, гордость (Иак. 4:16; 1Ин. 2:16).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλαζονεία" в других словарях:

  • ἀλαζονεία — ἀλαζονείᾱ , ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc/acc dual ἀλαζονείᾱ , ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείᾳ — ἀλαζονείᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαζονεία — η (Α ἀλαζονεία) [ἀλαζονεύομαι] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία αρχ. φρ. ἀλαζονεία χορδῶν υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο) …   Dictionary of Greek

  • αλαζονεία — η το να ναι κανείς φαντασμένος, έπαρση, οίηση: Η αλαζονεία του ήταν κάτι το παθολογικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλαζονείας — ἀλαζονείᾱς , ἀλαζονεία false pretension fem acc pl ἀλαζονείᾱς , ἀλαζονεία false pretension fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαι — ἀλαζονείᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαν — ἀλαζονείᾱν , ἀλαζονεία false pretension fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονίαι — ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc pl ἀλαζονίᾱͅ , ἀλαζονεία false pretension fem dat sg (attic doric aeolic) ἀλαζονίας boaster masc nom/voc pl ἀλαζονίᾱͅ , ἀλαζονίας boaster masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονειῶν — ἀλαζονεία false pretension fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονεῖαι — ἀλαζονεία false pretension fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονείαις — ἀλαζονεία false pretension fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»